πλανευτός

πλανευτός
-ή, -ό, Ν [πλανεύω]
αυτός που κατέχεται από πλάνη, που πλανάται («κι από τον ύπνο πλανευτή, ερωτευμέν' άπ' όνειρο», Βιζυην.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”